- βατις
- βατίςβᾰτίς-ίδος ἥ зоол.1) шиповатый скат Arph., Arst.2) предполож. птица каменка (Praticola rubicola) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βατίς — ( ίδος), η (Α) [βάτος (Ι)] 1. πλατύ, αγκαθωτό σελαχοειδές, βατί, ράγια 2. είδος πτηνού που συχνάζει σε θάμνους 3. το δικότυλο φυτό βατίς ή θαλασσία … Dictionary of Greek
Βατίς — skate fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίς — skate fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδα — Βατίς skate fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδα — βατίς skate fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδας — Βατίς skate fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδας — βατίς skate fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδες — Βατίς skate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδες — βατίς skate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδι — Βατίς skate fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδι — βατίς skate fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)